- περυσινή
- ланcката
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
περυσινῇ — περυσινός of last year fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)